-
1 γυμνάς
II trained, exercised, ποδὶ γυμνάδος ἵππου (restored for γυμνάδας ἵππους) E.Hipp. 1134(lyr.): masc., trained, practised,ἀμφ' ἀρετήν IG3.1322
.III Subst., = γυμνασία orγυμνάσιον, γυμνάδος ἐν τεμένει IG12(7).447
(Amorg.), cf. 12(3).202 ([place name] Astypalaea);γυμνάδος.. πόνον ἐκτελέσαντα Inscr.Cos419.5
: pl., Orph.H.28.5.
См. также в других словарях:
γυμνάς — γυμνάς, ο, η (Α) 1. γυμνάς, γυμνή 2. γυμνασμένος («γυμνάδος ἵππου» ή «γυμνάδας ἵππους») 3. το αρσ. ως ουσ. ο αθλητής 4. το θηλ. ως ουσ. η γυμναστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός με τη σημ. 1, ενώ με τη σημ. 2 η λ. γυμνάς θεωρείται ως μεταρρηματικό τού… … Dictionary of Greek